- φυσοφόρα
- (I)η, Νζωολ. γένος σιφωνοφόρων υδροζώων τής οικογένειας φυσοφορίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. physophora].————————(II)τα, Νζωολ. η πιο εξελιγμένη από τις δύο υποτάξεις σιφωνοφόρων, με επιπελαγικά είδη τών θερμών θαλασσών, που μοιάζουν με μέδουσες και χαρακτηρίζονται από τον μετασχηματισμένο ανώτερο νηκτικό κώδωνα σε πλωτήρα γεμάτο αέρα, την λεγόμενη αεριοφόρα συσκευή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physophora < φύσα + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.